-
1 σισύρα
A goat's-hair cloak, used as a garment by day and a coverlet by night, Ar.Ra. 1450, V. 738, Ec. 347, Lys. 933, Av. 122;ἐν πέντε σ. ἐγκεκορδυλημένος Id.Nu.10
;σ. δερματίνη Pl.Erx. 400e
; cf. σίσυρνα, σίσυς.—Tz. (ad Lyc.634) distinguishes σισύρα as made ἐκ δέρματος ἐντρίχου from σίσυρνα = ἄτριχον δερμάτιον.
См. также в других словарях:
σισύρα — η, ΝΜΑ, και σίσυρνα και σισύρνα και σισύρνη, ΜΑ νεοελλ. γούνα, μηλωτή | (μσν. αρχ.) επενδύτης από κατσικήσιο, συνήθως, δέρμα με τις τρίχες του, γούνα ή πανωφόρι από κατσικήσιες τρίχες για την ημέρα και σκέπασμα για τη νύχτα, κν. σήμερα γνωστό ως… … Dictionary of Greek